ταυροχολικό οξύ

ταυροχολικό οξύ
Οξύ που περιέχεται στη χολή. Είναι προϊόν σύζευξης του χολικού οξέος με την ταυρίνη (C26H45NSO7). Σχηματίζεται στο συκώτι των ζώων και του ανθρώπου και εκκρίνεται με τη χολή στο έντερο. Επιδρά στον μεταβολισμό των λιπών και βοηθάει στη γαλακτωματοποίησή τους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ταυροχολικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο άλας ή στον εστέρα τού ταυροχολικού οξέος 2. φρ. «ταυροχολικό οξύ» (βιοχ.) οργανικό οξύ που εκχυλίζεται από την χολή βοδιού και το οποίο με υδρόλυση δίνει ταυρίνη και χολικό οξύ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ …   Dictionary of Greek

  • στεροειδή ή στερεοειδή — Μεγάλη κατηγορία οργανικών ενώσεων, που έχουν στο μόριό τους έναν κοινό βασικό πυρήνα (μητρικός πυρήνας), το στεράνιο, ο οποίος αντιστοιχεί στον τύπο C17H28. Η δυνατότητα ύπαρξης πολλών διαφορετικών ενώσεων από τον ίδιο σκελετό οφείλεται στις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”