- ταυροχολικό οξύ
- Οξύ που περιέχεται στη χολή. Είναι προϊόν σύζευξης του χολικού οξέος με την ταυρίνη (C26H45NSO7). Σχηματίζεται στο συκώτι των ζώων και του ανθρώπου και εκκρίνεται με τη χολή στο έντερο. Επιδρά στον μεταβολισμό των λιπών και βοηθάει στη γαλακτωματοποίησή τους.
Dictionary of Greek. 2013.